- αλκάλωση
- Παθολογική κατάσταση που χαρακτηρίζεται από ελάττωση της πυκνότητας H+ στον οργανισμό. Οφείλεται είτε σε απώλεια οξέων είτε σε άθροιση βάσεων. Η α. διακρίνεται σε αναπνευστική και μεταβολική.
* * *η Ιατρ.υπερβολικά χαμηλό επίπεδο οξύτητας ή υψηλό επίπεδο αλκαλικότητας στα υγρά τού σώματος, συμπεριλαμβανομένου τού αίματος.[ΕΤΥΜΟΛ. < alkalosis, νεολατιν. επιστημον. όρος < alkali (πρβλ. άλκαλι) + κατάλ. -osis (πρβλ. -ωση)].
Dictionary of Greek. 2013.