αλκάλωση

αλκάλωση
Παθολογική κατάσταση που χαρακτηρίζεται από ελάττωση της πυκνότητας H+ στον οργανισμό. Οφείλεται είτε σε απώλεια οξέων είτε σε άθροιση βάσεων. Η α. διακρίνεται σε αναπνευστική και μεταβολική.
* * *
η Ιατρ.
υπερβολικά χαμηλό επίπεδο οξύτητας ή υψηλό επίπεδο αλκαλικότητας στα υγρά τού σώματος, συμπεριλαμβανομένου τού αίματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < alkalosis, νεολατιν. επιστημον. όρος < alkali (πρβλ. άλκαλι) + κατάλ. -osis (πρβλ. -ωση)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • οξύ — Χημική ένωση, η οποία όταν βρεθεί σε υδατικό διάλυμα υφίσταται διάσταση σχηματίζοντας κατιόντα υδρογόνου (H+), με πυκνότητα ευθέως ανάλογη προς την ισχύ του ο. Τα κατιόντα υδρογόνου είναι άτομα υδρογόνου με μορφή ιόντων, έχουν δηλαδή θετικό… …   Dictionary of Greek

  • αλκαλινουρία — η (Φυσιολ.) η αποβολή από τον οργανισμό ούρων με αλκαλική αντίδραση. Είναι αποτέλεσμα φυσιολογικής αντίδρασης τού οργανισμού, για να αποκαταστήσει την οξεοβασική ισορροπία τού ορρού τού αίματος (π.χ. στην αναπνευστική αλκάλωση). [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • τετανία — Κατάσταση αυξημένης διεγερσιμότητας του νευρικού συστήματος. Μπορεί να εκδηλωθεί γύρω στον τρίτο ή τέταρτο μήνα από τη γέννηση ή κατά την εφηβία και αποτελεί το σημαντικότερο σύμπτωμα του υποπαραθυρεοειδισμού. Ο παροξυσμός προκαλείται από… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”